- κυψελωτός
- -ή, -ό [κυψέλη]1. αυτός που καλύπτεται από κυψελίδες, από μικρές κοιλότητες2. ιατρ. αυτός που εμφανίζει μικρά εκκολπώματα3. φρ. ιατρ. «κυψελωτοί πόροι» — τελικές διακλαδώσεις τών ενδολόβιων βρόγχων, οι οποίες εμφανίζουν στο τοίχωμά τους εκκολπώματα, τις κυψελίδες.
Dictionary of Greek. 2013.